- πολυανάφορος
- -ον, Ααυτός που αργεί να ανατείλει.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ἀναφορά «ανάδυση» (< ἀναφέρω «φέρνω πάνω»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυαναφόροις — πολυανάφορος slow in rising masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυαναφόρων — πολυανάφορος slow in rising masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυαναφορία — ἡ, Α [πολυανάφορος] η αργοπορία ως προς την ανατολή … Dictionary of Greek